Ψυχογενής ανορεξία

Ο ασθενής διακατέχεται έντονα από φόβο μήπως γίνει παχύσαρκος και από έμμονη και βασανιστική ιδέα να αδυνατίσει σε όρια πολύ κάτω από τα φυσιολογικά. Για να το επιτύχει τρώει ανεπαρκή ποσότητα τροφής και παράλληλα, συχνά επιδιώκει την αυξημένη απώλεια θερμίδων με έντονη μυϊκή άσκηση, προκλητούς εμέτους και λήψη διουρητικών ή καθαρτικών ουσιών. Η αποφυγή λήψης τροφής, αρχικά τουλάχιστον, δεν οφείλεται σε ανορεξία, αλλά στην νοσηρή αντίληψη που έχει ο ασθενής για το βάρος του σώματος και γενικά τη σωματική του εμφάνιση. Έτσι, παρόλο που το βάρος μπορεί να έχει φτάσει το 60% του ιδανικού για την ηλικία και το ύψος, ο ασθενής εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του παχύσαρκο και να εμμένει στην προσπάθεια να χάσει ακόμη περισσότερο βάρος. Είναι σχετικά σπάνιο σιτιστικό νόσημα και απαντάται κυρίως στα θήλεα ( 9:1) , συνήθως εφηβικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι περίπου 0,5% των γυναικών θα εκδηλώσουν ψυχογενή ανορεξία στη διάρκεια της ζωής τους.

Χαρακτηριστική κλινική εκδήλωση είναι το παθολογικά χαμηλό σωματικό βάρος, μικρότερο του 85% του ιδανικού για την ηλικία και το ύψος του ασθενούς ή δείκτη μάζας σώματος μικρότερο του 18 για τους εφήβους.

Οι ασθενείς έχουν λεπτές τρίχες, ξηρό δέρμα, χνούδι στο πρόσωπο, άνω άκρα και ράχη και ψυχρά άκρα. Επίσης βραδυκαρδία, αρρυθμία και υπόταση μπορεί να συνυπάρχουν. Μπορεί επίσης να εμφανίσουν αυξημένη συχνότητα καταγμάτων, οιδήματα, μυϊκή αδυναμία, εύκολη κόπωση, αίσθημα ζάλης, έλλειψη ενεργητικότητας, διαταραχές του ύπνου και κοινωνική απομόνωση. Η διάγνωση γίνεται με τα κλινικά κριτήρια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας ( 1994) για την ψυχογενή ανορεξία.

Α. Διατήρηση με τη θέληση του ασθενούς, του σωματικού του βάρους σε επίπεδα χαμηλότερα από το φυσιολογικό (<85% του ιδανικού για την ηλικία και το ύψος).

Β. Έντονος φόβος για παχυσαρκία ακόμη και όταν το σωματικό βάρος είναι λιγότερο από το φυσιολογικό.

Γ. Αμηνόρροια.

Οι επιπλοκές που παρατηρούνται συνήθως στους χρόνιους ασθενείς με βαριά δυστροφία και σ' αυτούς που κάνουν κατάχρηση διουρητικών και καθαρτικών φαρμάκων είναι η καρδιακή και η νεφρική ανεπάρκεια.

Η θεραπευτική προσέγγιση γίνεται από ομάδα ειδικών ( παιδίατρο, ψυχίατρο, ψυχολόγο, διαιτολόγο, κοινωνικό λειτουργό). Οι ενδείξεις για άμεση νοσοκομειακή περίθαλψη είναι:

  • Βαρύς υποσιτισμός ( ΒΣ <75% του ιδανικού)
  • Σοβαρή δυσλειτουργία της οικογένειας
  • Αποτυχία της προηγούμενης θεραπείας
  • Παντελής άρνηση λήψης τροφής
  • Επιπλοκές ( ηλεκτρολυτικές διαταραχές, υποθερμία, σπασμοί, συγκοπτικό επεισόδιο κ.α.).
  • Τάση για αυτοκτονία, οξεία ψύχωση, βαριά κατάθλιψη ή άλλες διαταραχές

Η διάρκεια της θεραπείας ανεξάρτητα του χρόνου της διάγνωσης συνήθως διαρκεί μερικά έτη. Είναι ιδιαίτερα σοβαρή νόσος που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο( η θνητότητα στα 10 πρώτα χρόνια της νόσου είναι περίπου 5%, ενώ στα 20 χρόνια μπορεί να φτάσει το 20%). Επιβαρυντικό στοιχείο στην πρόγνωση είναι η μετάπτωση σε νευρογενή βουλιμία. Η νόσος συχνά υποτροπιάζει, ενώ το 25% μεταπίπτουν σε χρονιότητα. Οι ιαθέντες σπάνια επανακτούν φυσιολογική συμπεριφορά.

Χρυσή Δ. Σπάρταλη
Παιδίατρος

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παιδιατρική Ν. Ματσανιώτης, Θ. Καρπάθιος και συνεργάτες.
Garner DM. Pathogenesis of anorexia nervosa. Lancet 1993; 341:1631
Walsh BT, Devlin MJ. Eating disorders. Progress and problems. Science 1998; 280: 1387-90