Φαρυγγίτιδα - Αμυγδαλίτιδα

Είναι φλεγμονή του φάρυγγα και των αμυγδαλών από ποικίλα λοιμογόνα αίτια. Πολλοί Ιογενείς και μικροβιακοί παράγοντες προκαλούν φαρυγγίτιδα

Λοιμογόνα Αίτια

Α. Μικρόβια
Β. Ιοί
Γ. Μύκητες

Οι ιοί προκαλούν τις συχνότερες φαρυγγίτιδες, με συχνότερους τους αδενοϊούς ( περισσότεροι από 30 τύποι κυρίως οι 1,2,3 και5), εντεροϊούς , ερπητοϊούς ,ακολουθούν της γρίπης ,της παραγρίππης και ο αναπνευστικός συγκιτιακός ιός.

Συχνότερο μικροβιακό αίτιο είναι ο β-αιμολυτικός στρεπτόκοκκος της ομάδας Α(πυογόνος στρεπτόκοκκος).Στα παιδιά της σχολικής ηλικίας ευθύνεται για το 25-50% του συνόλου των περιπτώσεων οξείας φαρυγγοαμυγδαλίτιδας.

Μικροοργανισμοί της φυσιολογικής χλωρίδας του φάρυγγα (χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αιμόφιλος και πνευμονόκοκκος),υπό ειδικές συνθήκες όπως η λύση της συνέχειας του βλεννογόνου μπορεί να καταστούν παθογόνοι και νοσογόνοι.

Οι μύκητες μόνο σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα προκαλούν φαρυγγοαμυγδαλίτιδα. Επιδημιολογία. Είναι από τις συχνότερες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος στα παιδιά. Απαντάται κυρίως στην νηπιακή και προσχολική ηλικία, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα για τα παιδιά της σχολικής και εφηβικής ηλικίας.Το 10% των παιδιών σχολικής ηλικίας που επισκέπτονται τον παιδίατρο πάσχουν από φαρυγγίτιδα.

 

Κλινική εικόνα

Οι κλινικές εκδηλώσεις ποικίλλουν ευρέως και ταξινομούνται σε δύο ομάδες ανάλογα αν προκαλούνται από ιό ή μικρόβιο. Οι Ιογενείς φαρυγγίτιδες εκδηλώνονται αιφνίδια με αδιαθεσία, ανορεξία, πυρετό ποικίλου ύψους και βράγχους φωνής. Συχνά συνυπάρχουν ρινοφαρυγγίτιδα και λαρυγγίτιδα. Οι αμυγδαλές είναι οιδηματικές και ερυθρές, Σπανιώτατα ανάλογα με το αίτιο μπορεί να προκαλούν εξιδρωματικά στοιχεία ( αδενοϊοί,Εbstein-Barr,CMV και ιοί του απλού έρπητα)ή ελκωτικές βλάβες (ερπητοϊοί και εντεροϊοί).Μπορεί να εμφανισθεί ποικίλου τύπου εξάνθημα κυρίως στο τέλος της νόσου. Οι εκδηλώσεις από πυογόνο στρεπτόκοκκο έχουν αιφνίδια έναρξη με πόνο ,υψηλό πυρετό ,κεφαλαλγία, ναυτία. εμετούς και κοιλιακά άλγη. Υπάρχει ερυθρότητα και οίδημα των παρίσθμιων καμαρών, των αμυγδαλών και του οπισθοφάρυγγα. Οι αμυγδαλές είναι υπεραιμικές ,διογκωμένες και καλύπτονται από επίχρισμα. Η μαλθακή υπερώα έχει πετεχειώδες εξάνθημα, η σταφυλή είναι εξέρυθρη, οιδηματική και αλγεί, ενώ συμμετέχουν και οι πρόσθιοι τραχηλικοί λεμφαδένες που είναι διογκωμένοι και επώδυνοι. Τα υπόλοιπα μικροβιακά αίτια προκαλούν συνήθως ηπιότερη συμπτωματολογία.

 

Επιπλοκές

Σπάνια στο δυτικό κόσμο μπορεί να εμφανισθούν επιπλοκές σηπτικές κατά συνέχεια ιστού( παραρρινοκολπίτιδα, οπισθοφαρυγγικό ασπόστημα, οξεία μέση ωτίτιδα) ή με μεταφορά σε απομακρυσμένα σημεία ( σηψαιμία ,ενδοκαρδίτιδα, μηνιγγίτιδα),τοξινικές όπως το εξάνθημα της οστρακιάς ή το τοξινικό στρεπτοκοκκικό σύνδρομο και ανοσολογικές όπως ο οξύς ρευματικός πυρετός, η οξεία σπειραματονεφρίτιδα και η αντιδραστική αρθρίτιδα.

 

Διάγνωση

Η διάκριση της μικροβιακής από την ιογενή φαρυγγίτιδα έχει ιδιαίτερη κλινική σημασία γιατί η έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία ελαττώνει τη διάρκεια της νόσου, αποτρέπει τη μετάδοση του μικροβίου και κυρίως προλαμβάνει την πρόκληση επιπλοκών. Σημαντικό εύρημα είναι η απομόνωση του μικροοργανισμού στο φαρυγγικό έκκριμα, η δοκιμασία ταχείας ανίχνευσης του αντιγόνου, σε συνδυασμό με τους δείκτες φλεγμονής και την κλινική εικόνα. Είναι αρκετά δύσκολη αρκετές φορές η διαφοροδιάγνωση. Θεραπεία. Αποσκοπεί στην ταχεία ανάρρωση, στην μείωση του κινδύνου και βράχυνση του χρόνου μετάδοσης, και στην πρόληψη των επιπλοκών. Η πενικιλίνη ήταν και παραμένει φάρμακο επιλογής .Έπονται η ερυθρομυκίνη ( μακρολίδες) και οι κεφαλοσπορίνες, η αμπικιλλίνη με το κλαβουλανικό ,η κλινδαμυκίνη, και η τριμεθοπρίνη ? σουλφομεθοξαζόλη. Συνήθως απαιτείται δεκαήμερο σχήμα.

Οι χρόνιοι φορείς (20%) των παιδιών σχολικής ηλικίας σε εύκρατα κλίματα στον β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο, ακολουθούν θεραπεία με 1) ριφαμπικίνη συνδυασμό με βενζαθενική πενικιλίνη G ή πενικιλλίνη,2) κλινδαμικίνη ή3) κεφπροζίλη.

Χρυσή Δ. Σπάρταλη
Παιδίατρος
Γενική Γραμματέας Ιατρικού Συλλόγου Ρόδου

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παιδιατρική Ματσανιώτης 1999 3Ο τόμος
Αποστολόπουλος Ν. Νικολόπουλος Τ. Παιδ. Ωτορινολαρυγγολογία 1995; 31: 129-35